- οψειω
- ὀψείω[desiderat. к ὁράω См. οραω] желать увидеть
(ὀψείοντες ἀϋτῆς καὴ πολέμοιο Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὀψείοντες ἀϋτῆς καὴ πολέμοιο Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὀψείω — wish to see pres subj act 1st sg ὀψείω wish to see pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψείω — ὀψείω (Α) (ως εφετικό τού ορώ) επιθυμώ, θέλω να δω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀπ τού ὄπωπα* + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. πολεμη σείω, ναυμαχη σείω). Η άποψη ότι το ρ. έχει σχηματιστεί από τη φρ. ὄψει ἰόντες δεν φαίνεται πιθανή] … Dictionary of Greek
ὤψειον — ὀψείω wish to see imperf ind act 3rd pl ὀψείω wish to see imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψείοντες — ὀψείω wish to see pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… … Dictionary of Greek